βολίζω

βολίζω
1001 βολίζω
{гл., 2}
опускать зонд или лот (прибор для измерения глубины), измерять глубину (Деян. 27:28).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βολίζω" в других словарях:

  • βολίζω — (AM βολίζω) ρίχνω τη βολίδα, εξετάζω το βάθος της θάλασσας νεοελλ. βόλισον ναυτικό παράγγελμα προς τον ναύτη στον οποίο έχει ανατεθεί η καταμέτρηση του βάθους της θάλασσας, όταν το πλοίο περνάει από επικίνδυνους διαύλους μσν. βολίζομαι βυθίζομαι …   Dictionary of Greek

  • βολίζω — ισα, ρίχνω βολίδα στη θάλασσα, για να μετρήσω το βάθος της, σκανταγιάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βολίσῃ — βολίζω heave the lead aor subj mid 2nd sg βολίζω heave the lead aor subj act 3rd sg βολίζω heave the lead fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολιζέτω — βολίζω heave the lead pres imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολισθέντος — βολίζω heave the lead aor part pass masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολίζειν — βολίζω heave the lead pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολίζονται — βολίζω heave the lead pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολίζων — βολίζω heave the lead pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολίσαντες — βολίζω heave the lead aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλιάζω — και βουλώ 1. βυθίζω, καταποντίζω 2. βυθίζομαι, καταποντίζομαι 3. εξολοθρεύω, καταστρέφω 4. καταστρέφομαι οικονομικά ή ηθικά 5. (για περιοχή) υποχωρώ, κατακαθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βουλιάζω είτε προήλθε < βολίζω* («ρίχνω τη βολίδα, εξετάζω το βάθος… …   Dictionary of Greek

  • -ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»